καταστολίζω

καταστολίζω
καταστόλισα, καταστολίστηκα, καταστολισμένος, στολίζω κάτι ή κάποιον υπερβολικά: Την καταστόλισε την τραπεζαρία της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστολίζω — (Α καταστολίζω) στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • καταστολιζόμενον — καταστολίζω clothe pres part mp masc acc sg καταστολίζω clothe pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολίσαντα — καταστολίζω clothe aor part act neut nom/voc/acc pl καταστολίζω clothe aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολίσαντες — καταστολίζω clothe aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταστόλιστος — η, ο [καταστολίζω] ο μη καταστόλιστος, ο μη εντελώς διακοσμημένος …   Dictionary of Greek

  • εκκοσμώ — ἐκκοσμῶ ( έω) (Α) καταστολίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπυκάζω — (AM) 1. κατακαλύπτω, κλείνω μέσα μου, κρύβω μέσα μου 2. κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκάζω «καλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατεπικοσμώ — κατεπικοσμῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού επικοσμώ*) κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κοσμῶ «στολίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”